Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
View word page
αἱμόρροια
αἱμόρροια ῥεω a discharge of blood.
ShortDef
a discharge of blood
Debugging
Headword:
αἱμόρροια
Headword (normalized):
αἱμόρροια
Headword (normalized/stripped):
αιμορροια
IDX:
820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n820
Key:
ai(mo/rroia
Data
{'content': 'αἱμόρροια\n ῥεω\n a discharge of blood.', 'key': 'ai(mo/rroia'}