Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
διαυλοδρόμης
δίαυλος
View word page
διάτροπος
διάτροπος διά-τροπος, ον various in dispositions, Eur.
ShortDef
various in dispositions
Debugging
Headword:
διάτροπος
Headword (normalized):
διάτροπος
Headword (normalized/stripped):
διατροπος
IDX:
8195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8199
Key:
dia/tropos
Data
{'content': 'διάτροπος\n διά-τροπος, ον\n various in dispositions, Eur.', 'key': 'dia/tropos'}