Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγής
View word page
διατριπτέος
διατριπτέος διατριπτέος, ον verb. adj. of δῑατρίβω one must spend time, Arist.

ShortDef

one must spend time

Debugging

Headword:
διατριπτέος
Headword (normalized):
διατριπτέος
Headword (normalized/stripped):
διατριπτεος
IDX:
8193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8197
Key:
diatripte/os

Data

{'content': 'διατριπτέος\n διατριπτέος, ον\n verb. adj. of δῑατρίβω\n one must spend time, Arist.', 'key': 'diatripte/os'}