διατριπτέος
διατριπτέος
διατριπτέος, ον
verb. adj. of δῑατρίβω
one must spend time, Arist.
{
"content": "διατριπτέος\n διατριπτέος, ον\n verb. adj. of δῑατρίβω\n one must spend time, Arist.",
"key": "diatripte/os"
}