Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
διατύπωσις
View word page
διατριβή
διατριβή διατρῐβή, ἡ, from διατρῑβω a way of spending time: hence, a pastime (pass-time), amusement, Ar., Dem. serious employment, study, Ar., Plat., a way of life, living, δ. ἐν ἀγορᾷ Ar. in bad sense, a waste of time, delay, Eur.; in pl., Thuc.

ShortDef

a way of spending time

Debugging

Headword:
διατριβή
Headword (normalized):
διατριβή
Headword (normalized/stripped):
διατριβη
IDX:
8191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8195
Key:
diatribh/

Data

{'content': 'διατριβή\n διατρῐβή, ἡ,\n from διατρῑβω\n a way of spending time: hence, a pastime (pass-time), amusement, Ar., Dem.\n serious employment, study, Ar., Plat.,\n a way of life, living, δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.\n in bad sense, a waste of time, delay, Eur.; in pl., Thuc.', 'key': 'diatribh/'}