Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
διατυπόω
View word page
διατρέω
διατρέω fut. -τρέσω to flee all ways, Il.
ShortDef
to flee all ways
Debugging
Headword:
διατρέω
Headword (normalized):
διατρέω
Headword (normalized/stripped):
διατρεω
IDX:
8190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8194
Key:
diatre/w
Data
{'content': 'διατρέω\n fut. -τρέσω\n to flee all ways, Il.', 'key': 'diatre/w'}