Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρώγω
View word page
διατρέχω
διατρέχω fut. -θρέξομαι aor2 -έδραμον perf. -δεδράμηκα to run across or over the sea, Od. metaph. to run through, τὸν βίον, τὸν λόγον Plat. absol. to run about, Lat. discurrere, Ar., Theocr. δ. μέχρι to penetrate to, Plut.

ShortDef

to run across

Debugging

Headword:
διατρέχω
Headword (normalized):
διατρέχω
Headword (normalized/stripped):
διατρεχω
IDX:
8189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8193
Key:
diatre/xw

Data

{'content': 'διατρέχω\n fut. -θρέξομαι\n aor2 -έδραμον\n perf. -δεδράμηκα\n to run across or over the sea, Od.\n metaph. to run through, τὸν βίον, τὸν λόγον Plat.\n absol. to run about, Lat. discurrere, Ar., Theocr.\n δ. μέχρι to penetrate to, Plut.', 'key': 'diatre/xw'}