Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
View word page
διατρέφω
διατρέφω fut. -θρέψω to sustain continually, Thuc., etc.

ShortDef

to sustain continually

Debugging

Headword:
διατρέφω
Headword (normalized):
διατρέφω
Headword (normalized/stripped):
διατρεφω
IDX:
8188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8192
Key:
diatre/fw

Data

{'content': 'διατρέφω\n fut. -θρέψω\n to sustain continually, Thuc., etc.', 'key': 'diatre/fw'}