Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
διατροφή
διατροχάζω
View word page
διατρέπω
διατρέπω fut. ψω aor2 mid. -ετρπόμην pass. -ετράπην to turn away from a thing:—Pass. with fut. mid., aor2 mid. -ετραπόμην and pass. -ετράπην [ᾰ], to be turned from oneʼs purpose, to be perplexed, Dem.

ShortDef

to turn away from

Debugging

Headword:
διατρέπω
Headword (normalized):
διατρέπω
Headword (normalized/stripped):
διατρεπω
IDX:
8187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8191
Key:
diatre/pw

Data

{'content': 'διατρέπω\n fut. ψω\n aor2 mid. -ετρπόμην\n pass. -ετράπην\n to turn away from a thing:—Pass. with fut. mid., aor2 mid. -ετραπόμην and pass. -ετράπην [ᾰ], to be turned from oneʼs purpose, to be perplexed, Dem.', 'key': 'diatre/pw'}