Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
View word page
αἱμορροέω
αἱμορροέω ῥέω to have a αἱμόρροια, discharge of blood.

ShortDef

to lose blood

Debugging

Headword:
αἱμορροέω
Headword (normalized):
αἱμορροέω
Headword (normalized/stripped):
αιμορροεω
IDX:
819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n819
Key:
ai(morroe/w

Data

{'content': 'αἱμορροέω\n ῥέω\n to have a αἱμόρροια, discharge of blood.', 'key': 'ai(morroe/w'}