Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
διάτροπος
View word page
διατοξεύω
διατοξεύω fut. σω to shoot through.

ShortDef

to shoot through

Debugging

Headword:
διατοξεύω
Headword (normalized):
διατοξεύω
Headword (normalized/stripped):
διατοξευω
IDX:
8185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8189
Key:
diatoceu/w

Data

{'content': 'διατοξεύω\n fut. σω\n to shoot through.', 'key': 'diatoceu/w'}