Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
διάτριχα
View word page
διατοξεύσιμος
διατοξεύσιμος δια-τοξεύσιμος, ον τοξέυω that can be shot across, δ. χώρα a place within arrow-shot, Plut.

ShortDef

that can be shot across

Debugging

Headword:
διατοξεύσιμος
Headword (normalized):
διατοξεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
διατοξευσιμος
IDX:
8184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8188
Key:
diatoceu/simos

Data

{'content': 'διατοξεύσιμος\n δια-τοξεύσιμος, ον\n τοξέυω\n that can be shot across, δ. χώρα a place within arrow-shot, Plut.', 'key': 'diatoceu/simos'}