Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατρίβω
διατριπτέος
View word page
διατομή
διατομή διατομή, ἡ, διατέμνω a severance, Aesch.

ShortDef

a severance

Debugging

Headword:
διατομή
Headword (normalized):
διατομή
Headword (normalized/stripped):
διατομη
IDX:
8183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8187
Key:
diatomh/

Data

{'content': 'διατομή\n διατομή, ἡ,\n διατέμνω\n a severance, Aesch.', 'key': 'diatomh/'}