Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
View word page
διατμήγω
διατμήγω aor1 -έτμηξα aor2 -έτμαγον pass. -μάγην Epic for διατέμνω to cut in twain, διατμήξας having cut [the Trojan host] in twain, Il.; λαῖτμα διέτμαγον I clove the wave, Od.; ὦλκα δ., of ploughing, Mosch.:—Pass., διέτμαγεν (3rd pl. aor2 for -μάγησαν) they parted, Hom.: they were scattered abroad, Il.

ShortDef

to cut in twain

Debugging

Headword:
διατμήγω
Headword (normalized):
διατμήγω
Headword (normalized/stripped):
διατμηγω
IDX:
8180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8184
Key:
diatmh/gw

Data

{'content': 'διατμήγω\n aor1 -έτμηξα\n aor2 -έτμαγον\n pass. -μάγην\n Epic for διατέμνω\n to cut in twain, διατμήξας having cut [the Trojan host] in twain, Il.; λαῖτμα διέτμαγον I clove the wave, Od.; ὦλκα δ., of ploughing, Mosch.:—Pass., διέτμαγεν (3rd pl. aor2 for -μάγησαν) they parted, Hom.: they were scattered abroad, Il.', 'key': 'diatmh/gw'}