Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
View word page
διατινθαλέος
διατινθαλέος δια-τινθαλέος, α, ον = τινθαλέος, Ar.

ShortDef

boiling hot

Debugging

Headword:
διατινθαλέος
Headword (normalized):
διατινθαλέος
Headword (normalized/stripped):
διατινθαλεος
IDX:
8179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8183
Key:
diatinqale/os

Data

{'content': 'διατινθαλέος\n δια-τινθαλέος, α, ον\n = τινθαλέος, Ar.', 'key': 'diatinqale/os'}