Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
διατρέφω
View word page
διατινάσσω
διατινάσσω fut. ξω to shake asunder, shake to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in pass. sense, Eur. to shake violently, Eur.

ShortDef

to shake asunder, shake to pieces

Debugging

Headword:
διατινάσσω
Headword (normalized):
διατινάσσω
Headword (normalized/stripped):
διατινασσω
IDX:
8178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8182
Key:
diatina/ssw

Data

{'content': 'διατινάσσω\n fut. ξω\n to shake asunder, shake to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in pass. sense, Eur.\n to shake violently, Eur.', 'key': 'diatina/ssw'}