Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
διάτορος
διατρέπω
View word page
διατιμάω
διατιμάω fut. ήσω to continue to dishonour, Aesch.

ShortDef

to continue to dishonour

Debugging

Headword:
διατιμάω
Headword (normalized):
διατιμάω
Headword (normalized/stripped):
διατιμαω
IDX:
8177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8181
Key:
diatima/w

Data

{'content': 'διατιμάω\n fut. ήσω\n to continue to dishonour, Aesch.', 'key': 'diatima/w'}