Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
View word page
αἱμόρραντος
αἱμόρραντος ῥαίνω blood-sprinkled, Eur.

ShortDef

blood-sprinkled

Debugging

Headword:
αἱμόρραντος
Headword (normalized):
αἱμόρραντος
Headword (normalized/stripped):
αιμορραντος
IDX:
818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n818
Key:
ai(mo/rrantos

Data

{'content': 'αἱμόρραντος\n ῥαίνω\n blood-sprinkled, Eur.', 'key': 'ai(mo/rrantos'}