Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
διατοξεύω
View word page
διατηρέω
διατηρέω fut. ήσω to watch closely, observe, Plat., etc. to keep faithfully, maintain, Dem., Arist. δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος to keep oneself from . . , NTest.
ShortDef
to watch closely, observe
Debugging
Headword:
διατηρέω
Headword (normalized):
διατηρέω
Headword (normalized/stripped):
διατηρεω
IDX:
8175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8179
Key:
diathre/w
Data
{'content': 'διατηρέω\n fut. ήσω\n to watch closely, observe, Plat., etc.\n to keep faithfully, maintain, Dem., Arist.\n δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος to keep oneself from . . , NTest.', 'key': 'diathre/w'}