Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
διατοξεύσιμος
View word page
διατήκω
διατήκω fut. ξω to melt, soften by heat, Ar. Pass., with perf. -τέτηκα, to melt away, thaw, Xen.

ShortDef

to melt, soften by heat

Debugging

Headword:
διατήκω
Headword (normalized):
διατήκω
Headword (normalized/stripped):
διατηκω
IDX:
8174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8178
Key:
diath/kw

Data

{'content': 'διατήκω\n fut. ξω\n to melt, soften by heat, Ar.\n Pass., with perf. -τέτηκα, to melt away, thaw, Xen.', 'key': 'diath/kw'}