Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
διατομή
View word page
διατετραίνω
διατετραίνω fut. -τρανέω Attic -τρανῶ or -τρήσω to bore through, make a hole in, τι Hdt.

ShortDef

to bore through, make a hole in

Debugging

Headword:
διατετραίνω
Headword (normalized):
διατετραίνω
Headword (normalized/stripped):
διατετραινω
IDX:
8173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8177
Key:
diatetrai/nw

Data

{'content': 'διατετραίνω\n fut. -τρανέω\n Attic -τρανῶ\n or -τρήσω\n to bore through, make a hole in, τι Hdt.', 'key': 'diatetrai/nw'}