Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατί
διατίθημι
View word page
διατέμνω
διατέμνω Ionic -τάμνω fut. -τεμῶ to cut through, cut in twain, dissever, Il., Hdt.; δίχα δ. Plat.:—metaph. to disunite, Aeschin. to cut up, Hdt.:—Pass., διατμηθῆναι λέπαδνα to be cut into strips, Ar.

ShortDef

to cut through, cut in twain, dissever

Debugging

Headword:
διατέμνω
Headword (normalized):
διατέμνω
Headword (normalized/stripped):
διατεμνω
IDX:
8172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8176
Key:
diate/mnw

Data

{'content': 'διατέμνω\n Ionic -τάμνω\n fut. -τεμῶ\n to cut through, cut in twain, dissever, Il., Hdt.; δίχα δ. Plat.:—metaph. to disunite, Aeschin.\n to cut up, Hdt.:—Pass., διατμηθῆναι λέπαδνα to be cut into strips, Ar.', 'key': 'diate/mnw'}