Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
διατινθαλέος
View word page
διατελευτάω
διατελευτάω fut. ήσω to bring to fulfilment, Il.
ShortDef
to bring to fulfilment
Debugging
Headword:
διατελευτάω
Headword (normalized):
διατελευτάω
Headword (normalized/stripped):
διατελευταω
IDX:
8169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8173
Key:
diateleuta/w
Data
{'content': 'διατελευτάω\n fut. ήσω\n to bring to fulfilment, Il.', 'key': 'diateleuta/w'}