Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαταγεύω
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
διατινάσσω
View word page
διατεκμαίρομαι
διατεκμαίρομαι Dep. to mark out, Lat. designare, Hes.

ShortDef

to mark out

Debugging

Headword:
διατεκμαίρομαι
Headword (normalized):
διατεκμαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
διατεκμαιρομαι
IDX:
8168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8172
Key:
diatekmai/romai

Data

{'content': 'διατεκμαίρομαι\n Dep. to mark out, Lat. designare, Hes.', 'key': 'diatekmai/romai'}