Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διασῴζω
διαταγεύω
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διάτιλμα
διατιμάω
View word page
διατείχισμα
διατείχισμα from διατειχίζω -ματος, τό, a place walled off and fortified, Thuc.
ShortDef
a place walled off and fortified
Debugging
Headword:
διατείχισμα
Headword (normalized):
διατείχισμα
Headword (normalized/stripped):
διατειχισμα
IDX:
8167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8171
Key:
diatei/xisma
Data
{'content': 'διατείχισμα\n from διατειχίζω\n -ματος, τό, \n a place walled off and fortified, Thuc.', 'key': 'diatei/xisma'}