Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱματοσταγής
αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
View word page
αἱμορραγής
αἱμορραγής ῥήγνυμι bleeding violently, Soph.

ShortDef

bleeding violently

Debugging

Headword:
αἱμορραγής
Headword (normalized):
αἱμορραγής
Headword (normalized/stripped):
αιμορραγης
IDX:
817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n817
Key:
ai(morragh/s

Data

{'content': 'αἱμορραγής\n ῥήγνυμι\n bleeding violently, Soph.', 'key': 'ai(morragh/s'}