Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασφηκόομαι
διασχηματίζω
διασχίζω
διασῴζω
διαταγεύω
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατετραίνω
διατήκω
View word page
διαταφρεύω
διαταφρεύω fut. σω to fortify by a ditch, Polyb.

ShortDef

to fortify by a ditch

Debugging

Headword:
διαταφρεύω
Headword (normalized):
διαταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
διαταφρευω
IDX:
8164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8168
Key:
diatafreu/w

Data

{'content': 'διαταφρεύω\n fut. σω\n to fortify by a ditch, Polyb.', 'key': 'diatafreu/w'}