Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασφάλλω
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζω
διασχίζω
διασῴζω
διαταγεύω
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
View word page
διαταράσσω
διαταράσσω Attic -ττω fut. ξω to throw into great confusion, confound utterly, Xen.

ShortDef

to throw into great confusion, confound utterly

Debugging

Headword:
διαταράσσω
Headword (normalized):
διαταράσσω
Headword (normalized/stripped):
διαταρασσω
IDX:
8161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8165
Key:
diatara/ssw

Data

{'content': 'διαταράσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to throw into great confusion, confound utterly, Xen.', 'key': 'diatara/ssw'}