Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασφαιρίζω
διασφακτήρ
διασφάλλω
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζω
διασχίζω
διασῴζω
διαταγεύω
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
View word page
διαταγή
διαταγή διατᾰγή, ῆς, ἡ, διατάσσω an ordinance, NTest.

ShortDef

an ordinance

Debugging

Headword:
διαταγή
Headword (normalized):
διαταγή
Headword (normalized/stripped):
διαταγη
IDX:
8159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8163
Key:
diatagh/

Data

{'content': 'διαταγή\n διατᾰγή, ῆς, ἡ,\n διατάσσω\n an ordinance, NTest.', 'key': 'diatagh/'}