Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διασύρω
διασφαιρίζω
διασφακτήρ
διασφάλλω
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζω
διασχίζω
διασῴζω
διαταγεύω
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
View word page
διαταγεύω
διαταγεύω fut. σω to arrange, Xen.
ShortDef
to arrange
Debugging
Headword:
διαταγεύω
Headword (normalized):
διαταγεύω
Headword (normalized/stripped):
διαταγευω
IDX:
8158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8162
Key:
diatageu/w
Data
{'content': 'διαταγεύω\n fut. σω\n to arrange, Xen.', 'key': 'diatageu/w'}