Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαστροφή
διάστροφος
διασύρω
διασφαιρίζω
διασφακτήρ
διασφάλλω
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζω
διασχίζω
διασῴζω
διαταγεύω
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
διατειχίζω
View word page
διασχίζω
διασχίζω fut. σω to cleave or rend asunder, Od., Plat., etc.:—Pass. to be cloven asunder, Il.; of soldiers, to be separated, Xen.
ShortDef
to cleave
Debugging
Headword:
διασχίζω
Headword (normalized):
διασχίζω
Headword (normalized/stripped):
διασχιζω
IDX:
8156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8160
Key:
diasxi/zw
Data
{'content': 'διασχίζω\n fut. σω\n to cleave or rend asunder, Od., Plat., etc.:—Pass. to be cloven asunder, Il.; of soldiers, to be separated, Xen.', 'key': 'diasxi/zw'}