Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διασύρω
διασφαιρίζω
διασφακτήρ
διασφάλλω
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζω
διασχίζω
διασῴζω
διαταγεύω
διαταγή
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατείνω
View word page
διασχηματίζω
διασχηματίζω fut. σω to form completely: Pass. to be so formed, Plat.

ShortDef

to form completely

Debugging

Headword:
διασχηματίζω
Headword (normalized):
διασχηματίζω
Headword (normalized/stripped):
διασχηματιζω
IDX:
8155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8159
Key:
diasxhmati/zw

Data

{'content': 'διασχηματίζω\n fut. σω\n to form completely: Pass. to be so formed, Plat.', 'key': 'diasxhmati/zw'}