Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διασύρω
διασφαιρίζω
διασφακτήρ
διασφάλλω
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζω
διασχίζω
διασῴζω
διαταγεύω
διαταγή
View word page
διασφαιρίζω
διασφαιρίζω fut. Attic ιῶ to throw about like a ball, Eur.

ShortDef

to throw about like a ball

Debugging

Headword:
διασφαιρίζω
Headword (normalized):
διασφαιρίζω
Headword (normalized/stripped):
διασφαιριζω
IDX:
8149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8153
Key:
diasfairi/zw

Data

{'content': 'διασφαιρίζω\n fut. Attic ιῶ\n to throw about like a ball, Eur.', 'key': 'diasfairi/zw'}