Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαστηρίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διασύρω
διασφαιρίζω
διασφακτήρ
διασφάλλω
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζω
διασχίζω
διασῴζω
διαταγεύω
View word page
διασύρω
διασύρω fut. -συρῶ perf. -σέσυρκα to tear in pieces: metaph. to pull to pieces, i.e. to disparage, ridicule, Dem.

ShortDef

to tear in pieces

Debugging

Headword:
διασύρω
Headword (normalized):
διασύρω
Headword (normalized/stripped):
διασυρω
IDX:
8148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8152
Key:
diasu/rw

Data

{'content': 'διασύρω\n fut. -συρῶ\n perf. -σέσυρκα\n to tear in pieces: metaph. to pull to pieces, i.e. to disparage, ridicule, Dem.', 'key': 'diasu/rw'}