Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διασταυρόω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηρίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διασύρω
διασφαιρίζω
διασφακτήρ
διασφάλλω
διασφάξ
View word page
διαστολή
διαστολή διαστολή, ἡ, διαστέλλω a notch or nick, Plut.
ShortDef
a notch
Debugging
Headword:
διαστολή
Headword (normalized):
διαστολή
Headword (normalized/stripped):
διαστολη
IDX:
8142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8146
Key:
diastolh/
Data
{'content': 'διαστολή\n διαστολή, ἡ,\n διαστέλλω\n a notch or nick, Plut.', 'key': 'diastolh/'}