Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διάστασις
διαστατικός
διασταυρόω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηρίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διασύρω
διασφαιρίζω
διασφακτήρ
View word page
διαστοιβάζω
διαστοιβάζω fut. άσω to stuff in between, Hdt.

ShortDef

to stuff in between

Debugging

Headword:
διαστοιβάζω
Headword (normalized):
διαστοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
διαστοιβαζω
IDX:
8140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8144
Key:
diastoiba/zw

Data

{'content': 'διαστοιβάζω\n fut. άσω\n to stuff in between, Hdt.', 'key': 'diastoiba/zw'}