Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηρίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διασύρω
View word page
διαστηρίζω
διαστηρίζω fut. ξω to make firm, Anth.

ShortDef

to make firm

Debugging

Headword:
διαστηρίζω
Headword (normalized):
διαστηρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαστηριζω
IDX:
8138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8142
Key:
diasthri/zw

Data

{'content': 'διαστηρίζω\n fut. ξω\n to make firm, Anth.', 'key': 'diasthri/zw'}