Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διασπορά
διασπουδάζω
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηρίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρεβλόω
διαστρέφω
διαστροφή
View word page
διάστερος
διάστερος δι-άστερος, ον starred, δ. λίθοις Luc.
ShortDef
starred
Debugging
Headword:
διάστερος
Headword (normalized):
διάστερος
Headword (normalized/stripped):
διαστερος
IDX:
8136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8140
Key:
dia/steros
Data
{'content': 'διάστερος\n δι-άστερος, ον\n starred, δ. λίθοις Luc.', 'key': 'dia/steros'}