Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπάω
διασπείρω
διασπορά
διασπουδάζω
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
View word page
διασπορά
διασπορά διασπορά, ἡ, from διασπιέρω dispersion; collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, NTest.
ShortDef
dispersion
Debugging
Headword:
διασπορά
Headword (normalized):
διασπορά
Headword (normalized/stripped):
διασπορα
IDX:
8126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8130
Key:
diaspora/
Data
{'content': 'διασπορά\n διασπορά, ἡ,\n from διασπιέρω\n dispersion; collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, NTest.', 'key': 'diaspora/'}