Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
View word page
αἱματώψ
αἱματώψ = αἱματωπός, Eur.
ShortDef
bloody to behold, blood-stained
Debugging
Headword:
αἱματώψ
Headword (normalized):
αἱματώψ
Headword (normalized/stripped):
αιματωψ
IDX:
813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n813
Key:
ai(matw/y
Data
{'content': 'αἱματώψ\n = αἱματωπός, Eur.', 'key': 'ai(matw/y'}