Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασκηνητέος
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπάω
διασπείρω
διασπορά
διασπουδάζω
View word page
διασμήχω
διασμήχω aor1 pass. -εσμήχθην, Ar. to rub well, Ar.

ShortDef

to rub well

Debugging

Headword:
διασμήχω
Headword (normalized):
διασμήχω
Headword (normalized/stripped):
διασμηχω
IDX:
8117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8121
Key:
diasmh/xw

Data

{'content': 'διασμήχω\n aor1 pass. -εσμήχθην, Ar.\n to rub well, Ar.', 'key': 'diasmh/xw'}