Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
View word page
αἱματωπός
αἱματωπός ὦψ bloody to behold, Eur.
ShortDef
bloody to behold
Debugging
Headword:
αἱματωπός
Headword (normalized):
αἱματωπός
Headword (normalized/stripped):
αιματωπος
IDX:
812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n812
Key:
ai(matwpo/s
Data
{'content': 'αἱματωπός\n ὦψ\n bloody to behold, Eur.', 'key': 'ai(matwpo/s'}