Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διασκευωρέω
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέος
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπάω
View word page
διασκορπίζω
διασκορπίζω fut. σω to scatter abroad, NTest.
ShortDef
to scatter abroad
Debugging
Headword:
διασκορπίζω
Headword (normalized):
διασκορπίζω
Headword (normalized/stripped):
διασκορπιζω
IDX:
8114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8118
Key:
diaskorpi/zw
Data
{'content': 'διασκορπίζω\n fut. σω\n to scatter abroad, NTest.', 'key': 'diaskorpi/zw'}