Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευωρέω
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέος
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
View word page
διασκοπέω
διασκοπέω fut. -σκέψομαι perf. δι-έσκεμμαι to look at in different ways, to examine or consider well, Hdt., Eur., etc.; also in Mid., διασκοπεῖσθαι πρός τι Thuc. absol. to keep watching, Xen.

ShortDef

to look at in different ways, to examine

Debugging

Headword:
διασκοπέω
Headword (normalized):
διασκοπέω
Headword (normalized/stripped):
διασκοπεω
IDX:
8112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8116
Key:
diaskope/w

Data

{'content': 'διασκοπέω\n fut. -σκέψομαι\n perf. δι-έσκεμμαι\n to look at in different ways, to examine or consider well, Hdt., Eur., etc.; also in Mid., διασκοπεῖσθαι πρός τι Thuc.\n absol. to keep watching, Xen.', 'key': 'diaskope/w'}