Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διασκεδάννυμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευωρέω
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέος
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διασοφίζομαι
διασπαθάω
διασπαρακτός
View word page
διασκιρτάω
διασκιρτάω fut. ήσω to leap about or away, Plut.
ShortDef
to leap about
Debugging
Headword:
διασκιρτάω
Headword (normalized):
διασκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
διασκιρταω
IDX:
8111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8115
Key:
diaskirta/w
Data
{'content': 'διασκιρτάω\n fut. ήσω\n to leap about or away, Plut.', 'key': 'diaskirta/w'}