Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκεδάννυμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευωρέω
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέος
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διασοφίζομαι
View word page
διασκηρίπτω
διασκηρίπτω to prop on each side, to prop up, Anth.

ShortDef

to prop on each side, to prop up

Debugging

Headword:
διασκηρίπτω
Headword (normalized):
διασκηρίπτω
Headword (normalized/stripped):
διασκηριπτω
IDX:
8109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8113
Key:
diaskhri/ptw

Data

{'content': 'διασκηρίπτω\n to prop on each side, to prop up, Anth.', 'key': 'diaskhri/ptw'}