Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασίζω
διασιωπάω
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκεδάννυμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευωρέω
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέος
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκώπτω
διασμάω
διασμήχω
View word page
διασκηνητέος
διασκηνητέος from διασκηνάω διασκηνητέος, ον verb. adj. one must take up oneʼs quarters, Xen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασκηνητέος
Headword (normalized):
διασκηνητέος
Headword (normalized/stripped):
διασκηνητεος
IDX:
8107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8111
Key:
diaskhnhte/os

Data

{'content': 'διασκηνητέος\n from διασκηνάω\n διασκηνητέος, ον\n verb. adj.\n one must take up oneʼs quarters, Xen.', 'key': 'diaskhnhte/os'}