Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱματηφόρος
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
View word page
αἱματώδης
αἱματώδης εἶδος blood-red, Thuc.
ShortDef
blood-red
Debugging
Headword:
αἱματώδης
Headword (normalized):
αἱματώδης
Headword (normalized/stripped):
αιματωδης
IDX:
811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n811
Key:
ai(matw/dhs
Data
{'content': 'αἱματώδης\n εἶδος\n blood-red, Thuc.', 'key': 'ai(matw/dhs'}