Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διασείω
διασεύομαι
διασημαίνω
διάσημος
διασήπω
Διάσια
διασίζω
διασιωπάω
διασκανδικίζω
διασκάπτω
διασκεδάννυμι
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευωρέω
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέος
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκίδνημι
διασκιρτάω
View word page
διασκεδάννυμι
διασκεδάννυμι fut. Attic -σκεδῶ aor1 -εσκέδασα 3rd sg. opt. -σκεδασεῖεν to scatter abroad, scatter to the winds, disperse, Lat. dissipare, Od., Soph. to disband an army, Hdt.: Pass. to be dispersed, aor. 1 and perf. part. διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι Hdt.

ShortDef

to scatter abroad, scatter to the winds, disperse

Debugging

Headword:
διασκεδάννυμι
Headword (normalized):
διασκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
διασκεδαννυμι
IDX:
8101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8105
Key:
diaskeda/nnumi

Data

{'content': 'διασκεδάννυμι\n fut. Attic -σκεδῶ\n aor1 -εσκέδασα\n 3rd sg. opt. -σκεδασεῖεν\n to scatter abroad, scatter to the winds, disperse, Lat. dissipare, Od., Soph.\n to disband an army, Hdt.: Pass. to be dispersed, aor. 1 and perf. part. διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι Hdt.', 'key': 'diaskeda/nnumi'}