Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμόδιψος
αἱμορραγής
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
View word page
αἱματόω
αἱματόω αἷμα to make bloody, stain with blood, Aesch., Eur.

ShortDef

to make bloody, stain with blood

Debugging

Headword:
αἱματόω
Headword (normalized):
αἱματόω
Headword (normalized/stripped):
αιματοω
IDX:
810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n810
Key:
ai(mato/w

Data

{'content': 'αἱματόω\n αἷμα\n to make bloody, stain with blood, Aesch., Eur.', 'key': 'ai(mato/w'}