Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγα-κτιμένη
ἀγάλακτος
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
View word page
ἀγαλλιάω
ἀγαλλιάω late form of ἀγάλλομαι to rejoice exceedingly, NTest.
ShortDef
to rejoice exceedingly
Debugging
Headword:
ἀγαλλιάω
Headword (normalized):
ἀγαλλιάω
Headword (normalized/stripped):
αγαλλιαω
IDX:
81
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n81
Key:
a)gallia/w
Data
{'content': 'ἀγαλλιάω\n late form of ἀγάλλομαι\n to rejoice exceedingly, NTest.', 'key': 'a)gallia/w'}